- μακρόκαυλος
- μακρόκαυλος, -ον (Α)(για φυτό) αυτός που έχει μακρύ στέλεχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + καυλός (πρβλ. μονό-καυλος, πλατύ-καυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροκαυλότερον — μακρόκαυλος long stalked adverbial comp μακρόκαυλος long stalked masc acc comp sg μακρόκαυλος long stalked neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek